περιβάλῃς

περιβάλῃς
περιβάλλω
throw round
aor subj act 2nd sg
περιβά̱λῃς , περιβάλλω
throw round
aor subj act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιβάληις — περιβάλῃς , περιβάλλω throw round aor subj act 2nd sg περιβά̱λῃς , περιβάλλω throw round aor subj act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”